Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

''Αναγέννηση ενός επιλόγου'' ~ Όρφέας Σπαρτιώτης / Σακελλάρης Καμπούρης .



Όρφέας Σπαρτιώτης

Κάπως έτσι φτάσαμε στο τέλος του ονείρου 
ακροβολίζοντας τους
ανέμους
στα σημείατου πάθους, 
 έχοντας για συντροφιά λίγα 
σκόρπια άστρα που γαλουχήθηκαν να μας 
φωτίζουν, 
περιμένοντας τον κύκλο του 
τελευταίου χορού να ανοίξει για πάντα . 

 στον Σακελλάρη Καμπούρη.
Σακελλάρης Καμπούρης

τα κύτταρά μου,είναι ζυμωμένα με
 νοσταλγία γιατί, εγώ γεννήθηκα για να γινώ ποιητής 
μα, στη βραδινή συμφωνία,όταν τα ρίγη θρυμματίζουν τις φλέβες μου, 
εγώ, βλασταίνω ηλίθιος... τι κι αν οι στίχοι,σκοντάφτουν στο στήθος μου...;
 το παραπέρα στη ζωή,
είναι η ολότητα της ατέλειας, 
την ώρα που τεχνουργεί το απόλυτο, δοξάζοντας την άγρια στύση του βαθύτερου,
 στις αφροδίσιες μεταπτώσεις των αχράντων του δειλινού
... δυό σύννεφα άσπρα,ξάπλωσαν στους κροτάφους μου, καιρό τώρα... 
σε λίγο θα βρέξει... μανιώδης γαλήνη κοχλάζει μέσα μου... ομιχλώδες τοπίο... μ'έχασες; ας χαθώ... ποιητής,ποτέ μου δεν γίνηκα ...άρα,ποτέ δεν γεννήθηκα...

το ποίημα,είναι αφιερωμένο στον συνοδοιπόρο,αδερφό, Ορφέα Σπαρτιώτη.

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Σβήσε τα μάτια μου ~RAINER MARIA RILKE (μτφρ. Κωστής Παλαμάς)


Σβήσε τα μάτια μου- μπορώ να σε κοιτάζω,

τ' αυτιά μου σφράγισε τα, να σ’ ακούω μπορώ.

Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να 'ρθω σ’ εσένα,

και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.

Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,

σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.

Σταμάτησε μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ

με το κεφάλι.

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Συγχώρα με, αγάπη μου~Τάσος Λειβαδίτης

Ἤξερες νὰ δίνεσαι ἀγάπη μου
Δινόσουνα ὁλάκερη
καὶ δὲν κράταγες γιὰ τὸν ἑαυτό σου
παρὰ μόνο τὴν ἔγνοια
ἂν ὁλάκερη ἔχεις δοθεῖ
Ὅλα μπορούσανε νὰ γίνουνε
στὸν κόσμο ἀγάπη μου
τότε πού μου χαμογελοῦσες
Γιατί πρὶν μπεῖς ἀκόμα στὴ ζωή μου
εἶχες πολὺ ζήσει μέσα στὰ ὄνειρά μου
ἀγαπημένη μου
Μὰ καὶ τί νὰ πεῖ κανείς
Ὅταν ὁ κόσμος εἶναι τόσο φωτεινὸς
καὶ τὰ μάτια σου τόσο μεγάλα
Στὴν πιὸ μικρὴ στιγμὴ μαζί σου
ἔζησα ὅλη τη ζωή
Θὰ ξαναβρεθοῦμε μία μέρα
καὶ τότε ὅλα τὰ βράδια
κι ὅλα τὰ τραγούδια θάναι δικά μας
Θάθελα νὰ φωνάξω τ'ὀνομά σου,ἀγάπη,
μ' ὅλη μου τὴ δύναμη
Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποῦ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο,
καμιὰ ἐλπίδα νὰ μὴ πεθάνει
Θέ μου πόσο ἦταν ὄμορφη
σὰν ἕνα φωτισμένο δέντρο
μία παλιὰ νύχτα τῶν Χριστουγέννων
Συχώρα μέ, ἀγάπη μου,
ποῦ ζοῦσα πρὶν νὰ σὲ γνωρίσω
Μισῶ τὰ μάτια μου,
ποῦ πιὰ δὲν καθρεφτίζουν τὸ χαμόγελό σου
Θὰ σ' ἀκούω σὰν τὸν τυφλὸ ποὺ κλαίει,
ἀκούγοντας μακριὰ τὴ βουὴ μίας μεγάλης γιορτῆς
σ' ἀναζητάω σὰν τὸν τυφλό,
ποῦ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸ πόμολο τῆς πόρτας
σ'ἕνα σπίτι που' πιάσε φωτιά,
ἅ, γιὰ νὰ γεννηθεῖς ἐσὺ
κι ἐγὼ γιὰ νὰ σὲ συναντήσω
γὶ αὐτὸ ἔγινε ὁ κόσμος
Κι ἐσύ, ἀγαπημένη, ὅταν μὲ διώχνεις,
κλείνεις ἔξω ἀπ' τὴν πόρτα σου
ἕναν ὁλάκερο πικραμένο κόσμο
Κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον,
εἴμαστε κιόλας νεκροί
Ἂν βροῦν ἕναν ἄνθρωπο νεκρὸ
ἔξω ἀπ' τὴν πόρτα σου,
ἐσὺ θὰ ξέρεις,
πῶς πέθανε σφαγμένος
ἀπ' τὰ μαχαίρια τοῦ φιλιοῦ,
ποῦ ὀνειρευότανε γιὰ σένα
Ποδοπάτησε μέ,
νὰ ἔχω τουλάχιστον τὴν εὐτυχία
νὰ μ'ἀγγίζεις