Σάββατο 30 Μαΐου 2015

''ΤΟ ΛΥΠΗΜΕΝΟ ΣΥΝΝΕΦΟ Ή ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΒΡΕΞΕΙ'' ~ Ιωάννα Κρανίτη~


Ήταν κάποτε ένα σύννεφο, μικρό και ανέμελο, άσπρο σαν χουφτίτσα από βαμβάκι. Ολημερίς γυρνούσε στον ουρανό παίζοντας με τις ηλιαχτίδες. Παρατηρούσε τα δέντρα, μίλαγε με τα πουλιά κι ένα σωρό ιδέες σκαρφιζόταν συνεχώς για να περνάει η μέρα του ευχάριστα.



 Εκείνη τη μέρα όμως κάτι διαφορετικό συνέβαινε στο συννεφένιο μυαλουδάκι του... Είχε μάθει αποβραδίς πως ένας είναι ο προορισμός για κάθε σύννεφο που σέβεται τον εαυτό του: να γίνει βροχή… Βροχή!... σιγανή, δυνατή ή καταιγίδα δεν έχει σημασία... 

Μα έλα, όμως, που το συννεφάκι μας δεν συμφωνούσε και πολύ μ’ αυτόν τον προορισμό ή μάλλον, δεν συμφωνούσε καθόλου.! Γιατί πως ν' αφήσει τον κόσμο που γνώριζε, τις βόλτες που θα μείνουν αξέχαστες, τις ηλιαχτίδες, τα δέντρα και τα πουλιά, για να γίνει σταγόνες. Κι έπειτα, τι ζωή θα ήταν αυτή, μόνο να περιμένει να γίνει βροχή.  Αυτά και άλλα πολλά σκεφτόταν και φούσκωνε από λύπη το βαμβακένιο σώμα του...   

- Εεε, θα σκάσεις έτσι όπως πας! του φώναξε ένα σύννεφο από παραδίπλα. Όλο φουσκώνεις και φουσκώνεις, τι σου συμβαίνει πια και έχεις τέτοια λύπη σήμερα;

- Προσπαθώ να δω τι θα κάνω με τη ζωή μου... απάντησε το συννεφάκι.

- Τι…;! Πως…; Χα, χα, χα!! Γέλασε με δύναμη το σύννεφο από παραδίπλα. Που ακούστηκε καλέ αυτό, σύννεφο-συννεφάκι και να ψάχνεις τι θα κάνεις με τη ζωή σου; 
Βροχή θα γίνεις, να τι ! Βροχή, όπως όλα τα σύννεφα του κόσμου !

- Ναι, αλλά μη γελάς... Μη γελάς, γιατί εγώ δεν θέλω μόνο αυτό από τη ζωή μου…!

- Μπααα... κορόιδεψε το σύννεφο από παραδίπλα. Και τι θέλεις, παρακαλώ..;

- Εεεε, ασε με! Αυτό σου λέω τόση ώρα. Δεν ξέρω τι θέλω, μα θα το βρω ! φώναξε με πείσμα και κύλησε μακριά στο γαλάζιο ουρανό...
   ''Τσ, τσ, τσ…! Αυτά τα νέα συννεφάκια όλο περίεργες ιδέες είναι! Τι να πεις, μικρό είναι ακόμα, θα του περάσει'' σκέφτηκε φωναχτά το σύννεφο από παραδίπλα και γύρισε με χάρη να κοιτάξει τον ορίζοντα.

Εκείνο που ήξερε καλά ήταν πως τα σύννεφα γίνονται βροχή, χρόνια τώρα και ποτέ κανένα δεν βρέθηκε να σκεφτεί να γίνει κάτι άλλο. Άλλωστε, αυτός είναι ένας σπουδαίος προορισμός, μια και όλοι γνωρίζουμε πως η βροχή είναι ευλογία για τη γη, τα φυτά, τα ζώα και τους ανθρώπους.   

Το συννεφάκι, 
κυλώντας και κυλώντας στον ουρανό, βρέθηκε μπροστά στο σπίτι του. 

- Καλώς το συννεφοκανακάρη μου! Φώναξε χαμογελαστά η μαμά-σύννεφο. 
Μα τι έχεις εσύ καλό μου; είπε με ανησυχία.
  
- Αχ, μαμά... Γιατί δεν με καταλαβαίνει κανείς; Θέλω να βρω τι θα κάνω στη ζωή μου μα, όταν το λέω στα άλλα σύννεφα, γελάνε μαζί μου...

- Μμμ... Τι θα κάνεις στη ζωή σου, ε;

- Ναι, μαμά. Το ξέρω πως όλα τα σύννεφα γίνονται βροχή μα δεν θέλω να συμβεί μόνο αυτό. Κάτι πρέπει να βρω και να κάνω στη ζωή μου μέχρι τότε! 

Η μαμά-σύννεφο κοίταξε σοβαρά και με αγάπη τον συννεφοκανακάρη της. Ιδέα της ήταν ή πράγματι το συννεφάκι της ήταν τόσο διαφορετικό από τα άλλα συννεφάκια του ουρανού; 

- Καλό μου, μη δίνεις σημασία στα άλλα σύννεφα. Εσύ είσαι ένα έξυπνο συννεφάκι και είμαι σίγουρη πως θα βρεις αυτό που ζητάς. 

- Αλήθεια μαμά; Είπε με λαχτάρα το συννεφάκι.

-Αλήθεια, γλυκό μου, είπε εκείνη και φούσκωσε από τρυφερότητα.
 Ειιι, μα που πας...; του φώναξε καθώς εκείνο κύλησε μακριά της στον ουρανό. Ίσα που πρόλαβε ν’ ακούσει τη φωνή του:

- Δε θα αργήσω, μανούλα... 
  
''Αχ, αυτό το συννεφάκι μου...'' σκέφτηκε η μαμά-σύννεφο, ''πως δεν μοιάζει καθόλου με τα άλλα...και πως φοβάμαι μη μου αρρωστήσει, έτσι όπως γυρίζει όλη μέρα στον ουρανό...''   

Εκείνο το πρωινό, το μικρό μας συννεφάκι ταξίδεψε πολύ στον ουρανό. Κυλούσε και κυλούσε συνεχώς, ξανά και ξανά, με το μυαλό του γεμάτο σκέψεις και τα ματάκια του ορθάνοιχτα. Ήταν πολύ λυπημένο και με τίποτα, μα με τίποτα στον κόσμο, 
δεν ήθελε να βρέξει. 

Στάθηκε πάνω από ένα χωραφάκι κι έπαιζε με τη σκιά του, πάνω από τα στάχυα, πάνω από τα δέντρα, πάνω από τον γεωργό που κουρασμένος, σκούπιζε το ιδρωμένο πρόσωπό του. 

''Αυτή κι αν είναι δύσκολη δουλειά ! Να είσαι μέσα στον ήλιο και ούτε σκιά, ούτε τίποτα...'' σκέφτηκε το συννεφάκι και καθώς αναστέναζε βαθιά, άστραψε στο μυαλό του μια ιδέα!
   
'' Θα σταθώ από πάνω του, θα του κάνω σκιά για να δουλέψει πιο ευχάριστα!''   

Έτσι κι έκανε λοιπόν. Όσο περισσότερη σκιά του έκανε, τόσο πιο ξεκούραστα δούλευε ο γεωργός. Τι χαρά ήταν αυτή για το συννεφάκι μας!!! 
Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε πως έκανε κάτι χρήσιμο! 
  
 - Σε ευχαριστώ, καλό μου συννεφάκι, σε ευχαριστώ !!! 
ψιθύρισε ο κουρασμένος γεωργός. 
'' Εγώ σ’ ευχαριστώ'', ήθελε να πει το συννεφάκι αλλά δεν μπορούσε. Βλέπετε, τα σύννεφα μπορούν να ακούσουν τους ανθρώπους αλλά όχι οι άνθρωποι τα σύννεφα...   

Λίγο παρακάτω, εργάτες δούλευαν σε μια οικοδομή. Στάθηκε από πάνω τους και χάζευε τι γρήγορα και όμορφα έχτιζαν το σπίτι. 
Ένας από αυτούς φώναξε ξαφνιασμένος.
  
- Που βρέθηκε, καλέ, το σύννεφο μέσα στο λιοπύρι... Αχ, και είχαμε ανάγκη από λίγη σκιά.... 

Το συννεφάκι στάθηκε, στάθηκε στον ουρανό ώρα πολλή. Κοιτούσε την οικοδομή που όλο και μεγάλωνε. Κοιτούσε τους εργάτες και τους ακολουθούσε με το συννεφένιο του κορμάκι.    

Εκεί κοντά μια παρέα παιδιών έπαιζε στην αυλή μιας πολυκατοικίας. Το συννεφάκι πλησίασε και στάθηκε από πάνω τους. Χοροπηδούσαν τα παιδιά, χοροπηδούσε και το συννεφάκι. Σκιές έφτιαχνε το συννεφάκι, τις σκιές κυνηγούσαν τα παιδιά! 



Καλέ, τι χαρές είναι αυτές!!! Τι παιχνίδια έκαναν!!! Κι όταν έπεσαν στη γη από την κούραση, το συννεφάκι που από κούραση δε γνωρίζει, άρχισε να κάνει σκέρτσα και καμώματα στον ουρανό. Άλλαζε σχήματα, κυλούσε, φούσκωνε και ξεφούσκωνε!   

Όταν γύρισε σπίτι ήταν η ώρα περασμένη. Η μαμά-σύννεφο είχε φουσκώσει από την ανησυχία της τόοοοοσο πολύ που κόντευε να σκάσει...

- Μαμά, μαμά!!! μπήκε φωνάζοντας το συννεφάκι, που κάθε άλλο 
παρά λυπημένο φαινόταν πια.   

- Μα που είσαι επιτέλους... φώναξε η μαμά-σύννεφο και άρχισε να σκουραίνει από το θυμό της. Νηστικό όλη μέρα και γυρίζεις στους ουρανούς!!! 

- Μαμά, μαμά!!! βρήκα τι θα κάνω στη ζωή μου!!!   

- Εεε...; Πως....; ξαφνιάστηκε  η μαμά-σύννεφο και στάθηκε ακίνητη στον ουρανό.   

- Ναι, μαμά!!! Το ξέρω πως όλα τα σύννεφα γίνονται βροχή μα, μέχρι τότε, δεν θα στέκομαι απλά στον ουρανό. Θέλω να δίνω χαρά, να δίνω χαρά! 
Θέλω να γίνω χρήσιμο και αυτό θα γίνω!!!   

Η μαμά-σύννεφο δεν πίστευε στ’ αυτιά της.... Αχ, ο συννεφοκανακάρης της.... που, έτσι καθώς όρμησε στην αγκαλιά της, εκείνη φούσκωσε τόσο πολύ από υπερηφάνεια που... στο ''τσακ'' την γλύτωσε και δεν έγινε βροχή εκείνο το βράδυ...



6ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός συγγραφής παραμυθιού ''Ονειρούπολης'' Δράμας – 1ο βραβείο 
                                          Το παραμύθι έχει ήδη εκδοθεί από τον Δήμο Δράμας         

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

''Φυλακισμένες λέξεις'' ~ Μαργαρίτα Θεοτοκάτου

Κι έκανα τις λέξεις βιβλίο.
Ήθελα να τις φυλακίσω σ' ένα  ''κορμί''.

Να τόχω δικό μου.
Να τ' αγγίξω, νάχω κάτι από σένα
να ξαπλώνω μαζί του 
κι όμως δεν έχω τίποτε.

Ξεφυλλίζοντας πως μπορεί ένας ήχος χαρτιού
να γίνει φωνή κι ανάσα
πως μπορούν
τα σύμφωνα και τα φωνήεντα
να γίνουν βλέμματα
που θα ζεστάνουν την ψυχή σου
πως γίνεται το χαρτί αγκαλιά ;


Κι όταν σε ψάχνω ανατρέχω 
 στις ΣΚΟΡΠΙΕΣ σελίδες…. 
Ναι, προσπέρασα πολλές λέξεις,
μα και πολλές δεν τις βρήκα πουθενά .
Κι έτσι έγιναν ΣΚΟΡΠΙΕΣ κι οι σκέψεις μου .
Ποια δύναμη να βρω να τις μαζέψω,  
να τους δώσω εικόνα, 
μήπως συγκροτημένες με βγάλουν στην ακτή 
να μπορέσουν τα χέρια μου ν' ακουμπήσουν 
τη γη που απαρνήθηκα .

Για έναν ήλιο που με φώτισε και με ζέστανε
 για έναν ουρανό που μου χαμογέλασε 
κι όμως εκεί πάνω κινδύνευσα .

Μα στη γη δεν πετάω. 
Μόνο, αράζω -  βαλτώνω - μουχλιάζω.
 Μου λείπει ο αέρας από ένα πέταγμα 
μου λείπουν όλα αυτά που δεν έζησα
και που στριφογυρίζουν στο μυαλό.
Και είναι πόνος, είναι λύπη , είναι απόγνωση, 
είναι η ζωή που φεύγει  και φωνάζει 
«τρέξε να προλάβεις»  
 κι είναι  ένας κόμπος που σε πνίγει στο λαιμό 
και προσπαθείς κι αυτή τη νύχτα να κοιμηθείς
γιατί είναι αδύνατον πια να σκεφτείς ...
μόνο νιώθεις .






"Της νύχτας και του φεγγαριού" ~ Όρφέας Σπαρτιώτης- Ιωάννα Κρανίτη.


Τα τελευταία φεγγάρια 
σάλπαραν με τη γεννησή μας.

Και μεις μικρές κουκίδες
αναζητήσαμε φθίνουσες καταστάσεις
που καθόρισαν τον μαύρο ορίζοντα. 

Μετέωροι σε ακροβατών συνοικίες
να νοσταλγούμε τη γαλήνη του κοινού. 
Περπατάρηδες αλλοτινών εποχών 
να σμίγουμεμε το άσπρο του σύννεφου
πριν τον κατακλυσμό.

Όρφέας Σπαρτιώτης 
Τη νύχτα εκείνη
που επρόβαλε η γέννα μου,
της μοίρας το πάλαφρο αδράχτι 
κεντούσε ίσκιους και φωνές.
Μαλάζοντας στο νιόβγαλτο κορμί
στάχτη κι αλμύρα. 

Τ΄ ασήμι των ονείρων 
στα βήματα που έρχονται, 
την πόρτα μου ζυγώνουν ουρανoί.

Ιωάννα Κρανίτη 

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Σε χρόνο Ενεστώτα ~ Ελένη Μαυρογονάτου .


Θέλω τον έρωτά σου στο χρόνο του τον ενεστώτα, οριστικό και αμετάκλητο, δίχως υποτακτικές υπεκφυγές, αμφίβολους αορίστους και μέλλοντος κατ’ εξακολούθηση.

Θέλω τον έρωτά σου μικρή παθητική μετοχή, παραδομένο εξαρτημένο θυμωμένο, να μεταγγίζεσαι ολάκερη ως τον τελευταίο σπασμό και να σου γνέφω κι άλλο. 









Θέλω τον έρωτά σου
εξουσία κι επανάσταση.

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

''Ευχής Αντάμωμα'' ~ Όρφέας Σπαρτιώτης - Έλένη Μαρθάρη .


Αχνίζει η μέρα . . .

Ο χειμώνας με τη μουντή του φορεσιά, ζηλεύοντας κλέβει το φως από τη λιόχαρη μέρα σου. 

Βροχή που εξαγνίζει, μελωδία που ταξιδεύει, παραμύθι που ζωντανεύει το όνειρο, ποίημα που λυτρώνει τις μέρες, έρωτας που γαληνεύει την ύπαρξή μας. 

Όλα ... 
Και μια ευχή στου ουρανού τη γειτονιά .

'Ορφέας 
Το τοπίο εμπρός του ανήμπορος ν' αντιδράσει θωρεί να περνά.

Μα τι πλάνη ! 

Είναι αυτός που το δρόμο διαβαίνει και τοπίο αλλάζει η ματιά.
Και τολμά μια τον ήλιο, μια το σύννεφο να ερωτεύεται. 
Και τολμά ν' αντιστέκεται, να νικά και να ξέρει να χάνει. 
Στη χαρά και στη λύπη, το ίδιο παιχνίδι να κάνει.

Κι εκεί δα που θαρρεί ο αγώνας της ζωής πως τον λάβωσε και ο δρόμος τελεύει ...

να υποδέχεται τη Νιότη ξανά και ξανά !

Έλένη 

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

''Σωπαίνω'' ~ Χρήστος Δασκαλάκης


Τι να σου πω.

Ίσως δεν βλέπεις πως για σένα είμαι εδώ
δεν με κοιτάς και κάθε μέρα με πληγώνεις
και η σιωπή σου με πονά και με λυτρώνει.

Σωπαίνω. Αν θα μιλήσω θα σου πω το «σ’ αγαπώ»
και με φοβίζει ότι δεν θα με πιστέψεις.

Τι να σου πω.
Είμαι στο πλάι σου κι απόψε, μα σωπαίνω…